σπιουνιά

σπιουνιά
η, Ν [σπιούνος]
1. η ενέργεια τού σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό»)
2. η ιδιότητα τού σπιούνου, το χαρακτηριστικό τού ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα τής σπιουνιάς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπιουνιά — η (λ. ιταλ.) 1. κρυφή παρακολούθηση και κατάδοση κάποιου. 2. ραδιουργία: Βάζει σπιουνιές στο αντρόγυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουφιανιά — η, Ν [ρουφιάνος] 1. η ιδιότητα και οι ενέργειες τού ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία 2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”